καταπρανής
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
ές, Att. for
A καταπρηνής, πρόσχωσις J.AJ4.8.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1372] ές, = καταπρηνής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καταπρηνής, Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
καταπρανής, -ές (Α)
μτγν. αττ. τ. του καταπρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρανής «στραμμένος προς τα κάτω»].