καταστοχάζω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

καταστοχάζω (AM)
μσν.
1. θεωρώ, νομίζω, κρίνω
2. (ενεργ. και μέσ.) εξετάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή
μσν.-αρχ.
μέσ. καταστοχάζομαι
πετυχαίνω κάτι, βρίσκω κάτι με υποθέσεις, με εικασίες, εικάζω, συμπεραίνω
αρχ.
μέσ. τείνω προς τον σκοπό, σημαδεύω τον στόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στοχάζω / -ομαι].