καταστοχάζω
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
καταστοχάζω (AM)
μσν.
1. θεωρώ, νομίζω, κρίνω
2. (ενεργ. και μέσ.) εξετάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή
μσν.-αρχ.
μέσ. καταστοχάζομαι
πετυχαίνω κάτι, βρίσκω κάτι με υποθέσεις, με εικασίες, εικάζω, συμπεραίνω
αρχ.
μέσ. τείνω προς τον σκοπό, σημαδεύω τον στόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στοχάζω / -ομαι].