καταστοχάζω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

καταστοχάζω (AM)
μσν.
1. θεωρώ, νομίζω, κρίνω
2. (ενεργ. και μέσ.) εξετάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή
μσν.-αρχ.
μέσ. καταστοχάζομαι
πετυχαίνω κάτι, βρίσκω κάτι με υποθέσεις, με εικασίες, εικάζω, συμπεραίνω
αρχ.
μέσ. τείνω προς τον σκοπό, σημαδεύω τον στόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στοχάζω / -ομαι].