καταφράσσω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφράσσω Medium diacritics: καταφράσσω Low diacritics: καταφράσσω Capitals: ΚΑΤΑΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: kataphrássō Transliteration B: kataphrassō Transliteration C: katafrasso Beta Code: katafra/ssw

English (LSJ)

   A fortify, protect, in Pass., -φρασσόμενοι ἐν ταῖς φάλαγξιν LXX 1 Ma.6.38; πύργος σιδήρῳ -πεφραγμένος J.BJ7.8.5; τόπους ὅπλοις -πεφραγμένους καὶ ἵπποις Plu. Alex.16; ἵπποι κ. χαλκοῖς καὶ σιδηροῖς σκεπάσμασιν Id.Crass.24: metaph., πολλοῖς ἱππεῦσι καταπεφραγμένος Id.Alex.33.

French (Bailly abrégé)

couvrir d’une armure, cuirasser.
Étymologie: κατά, φράσσω.

Greek Monolingual

καταφράσσω (AM)
παθ. καταφράσσομαι
1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως
2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι
3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα
αρχ.
προστατεύω.