ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
το1. αίγα, γίδα2. νεαρός γόνος αίγας, ερίφιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kats. Κατ' άλλους < τουρκ. keci].