Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατσούλα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
1. κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα
2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά
3. (για πτηνά) το λοφίο
4. η γάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με τη σημασία «γάτα» < κάττα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. κατσί)].