κατσούλα
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
η
1. κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα
2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά
3. (για πτηνά) το λοφίο
4. η γάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με τη σημασία «γάτα» < κάττα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. κατσί)].