κατατετραίνω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατετραίνω Medium diacritics: κατατετραίνω Low diacritics: κατατετραίνω Capitals: ΚΑΤΑΤΕΤΡΑΙΝΩ
Transliteration A: katatetraínō Transliteration B: katatetrainō Transliteration C: katatetraino Beta Code: katatetrai/nw

English (LSJ)

found as pres. only in the form κατα-τιτράω Gal.11.402: aor. 1 -έτρησα Plu.2.689c:—

   A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in pf. Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti.70c, cf. Str.15.1.36; ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a.

Greek (Liddell-Scott)

κατατετραίνω: ἢ κατατιτραίνω καὶ κατατετράω: μέλλ. κατατρήσω·― διατρυπῶ, κατατρυπῶ, κατέτρησα τὴν σάρκα Πλούτ. 2. 686C, κατ’ ἀόρ. α'.― Παθ. κατατετρημένος, πλήρης ὀπῶν, οἷονσπόγγος, κατατετρημέναι σήραγγες Πλάτ. Τίμ. 70C, πρβλ. Στράβ. 702· ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Πλούτ. 2. 699Α.

Spanish

atravesar, perforar

Greek Monolingual

κατατετραίνω και κατατιτραίνω (Α)
διατρυπώ, κατατρυπώ («κατέτρησα τὴν σάρκα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τετραίνω «τρυπώ»].