κελλάς

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελλάς Medium diacritics: κελλάς Low diacritics: κελλάς Capitals: ΚΕΛΛΑΣ
Transliteration A: kellás Transliteration B: kellas Transliteration C: kellas Beta Code: kella/s

English (LSJ)

μονόφθαλμος, Hsch.

Greek Monolingual

κελλάς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. κελλός (κελλόν
στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.)
τα -λλ- είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα -λν- (κελλ- < κελν-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kāna «μονόφθαλμος», αρχ. ιρλδ. coll].