κελλάς
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
μονόφθαλμος, Hsch.
Greek Monolingual
κελλάς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. κελλός (κελλόν
στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.)
τα -λλ- είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα -λν- (κελλ- < κελν-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kāna «μονόφθαλμος», αρχ. ιρλδ. coll].