κεντησιά

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

η κεντώ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση
β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.