κεντησιά
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
η κεντώ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση
β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.