Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
-α, -ο και κέρινος, -η, -ο (Μ κερένιος, -α, -ο, αρσ. και κερένος, -η ή -α, -ο)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κερί («κερένια κούκλα»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ίδιο χρώμα με το φυσικό χρώμα του κεριού, ωχρός, ωχρόλευκος («κερένιο πρόσωπο»).