κερένιος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-α, -ο και κέρινος, -η, -ο (Μ κερένιος, -α, -ο, αρσ. και κερένος, -η ή -α, -ο)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κερί («κερένια κούκλα»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ίδιο χρώμα με το φυσικό χρώμα του κεριού, ωχρός, ωχρόλευκος («κερένιο πρόσωπο»).