κερένιος

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και κέρινος, -η, -ο (Μ κερένιος, -α, -ο, αρσ. και κερένος, -η ή -α, -ο)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κερί («κερένια κούκλα»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ίδιο χρώμα με το φυσικό χρώμα του κεριού, ωχρός, ωχρόλευκος («κερένιο πρόσωπο»).