ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
οσυσκευή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα προσκεφάλαια, που προορίζονται για το φράξιμο ενός κηλικού στομίου, και από ένα ελατήριο ή ζώνη για τη συγκράτηση του ή τών προσκεφαλαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + επίδεσμος].