κηδεμονεύω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονεύω Medium diacritics: κηδεμονεύω Low diacritics: κηδεμονεύω Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: kēdemoneúō Transliteration B: kēdemoneuō Transliteration C: kidemoneyo Beta Code: khdemoneu/w

English (LSJ)

   A to be a guardian, παίδων Just.Nov.94.2:—Pass., to be a ward, ib.18.9.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονεύω: κηδεμονέω, μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.

Greek Monolingual

(ΑΜ κηδεμονεύω) κηδεμών
ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά του αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.).