φόρμιγξ
From LSJ
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A lyre, freq. in Hom., esp. as the instrument of Apollo, φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ' Ἀπόλλων Il.1.603, cf. 24.63, Od.17.270, Hes.Sc.203; of Achilles, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ καλῇ δαιδαλέῃ Il.9.186; with seven strings (after Terpander's time), ἑπτάκτυπος, ἑπτάγλωσσος, Pi.P.2.71, N.5.24; ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ar.Av.219 (anap.). 2 φ. ἄχορδος, metaph. for a bow, Arist.Rh.1413a1.