Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλώνω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

Greek Monolingual

κεφαλή
1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης
2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν' αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ
3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να το πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή.