λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
κεφαλή
1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης
2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν' αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ
3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να το πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή.