Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κενολόγος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

German (Pape)

[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.

Greek (Liddell-Scott)

κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο-λόγος, λεπτο-λόγος.