κήυος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

κήϋος, -ΰα, -ον (Α)
επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα qēu- «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα qәu- ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον της οποίας μπορεί να θεωρηθεί είτε ως επίθ., όπως το κηώδης, είτε ως ουσ., οπότε προέρχεται πιθ. από τ. unF-yā ή unF-ā].