κίκερ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

το (Α κίκερ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά
αρχ.
(κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicer].