Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόκρανο

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον].