κλαδάσσομαι

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.