κλεπτοσπίτης
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ)
κλέφτης, διαρρήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο-σπίτης, χαλασοσπίτης].