κοιλοκρόταφος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοκρότᾰφος Medium diacritics: κοιλοκρόταφος Low diacritics: κοιλοκρόταφος Capitals: ΚΟΙΛΟΚΡΟΤΑΦΟΣ
Transliteration A: koilokrótaphos Transliteration B: koilokrotaphos Transliteration C: koilokrotafos Beta Code: koilokro/tafos

English (LSJ)

ον,

   A with hollow temples, Aret.SD2.7.

German (Pape)

[Seite 1466] mit hohlen Schläfen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοκρότᾰφος: -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.

Greek Monolingual

κοιλοκρόταφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχο-κρόταφος, πολιο-κρόταφος.