κόκκυγας
Greek Monolingual
και κόκκυξ (AM κόκκυξ, -υγος)
1. κούκος («χὠπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ», Αριστοφ.)
2. ανατ. το κυρτό ημιεύκαμπτο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης στους πιθήκους και στον άνθρωπο, στον οποίο αντιπροσωπεύει μια υποτυπώδη ουρά που αποτελείται από 3 ώς 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, από τους οποίους ο πρώτος συνδέεται με το ιερό οστό (α. «κύστη του κόκκυγος» β. «τὸ ὀστοῦν τοῡ κόκκυγος ονομαζομένου», Γαλ.)
μσν.
σημείο στον ώμο του ίππου
αρχ.
1. αυτός που τραυλίζει, ο τραυλός
2. είδος θαλάσσιου ψαριού για το οποίο έλεγαν ότι έκανε κάποιο κρότο παρόμοιο με τη φωνή του κούκου («κάπρος ὁ ἐν τῷ Ἀχελώῳ. ἔτι δὲ χαλκεὺς και κόκκυξ
ὁ μέν γαρ ψοφεῑ οἷον συριγμόν, ὁ δὲ παραπλήσιον τῷ κόκκυγι ψόφον», Αριστοτ.)
3. είδος σύκου που ωριμάζει πρώιμα, όλυνθος
4. φρ. α) «μῆλον κόκκυγος» — κοκκύμηλον (Νίκ.)
β) «τρητός κόκκυξ» — το ιερό οστό (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + επίθημα -υξ / -υγος (πρβλ. όρτ-υξ, πτέρ-υξ). Η λ. χρησιμοποιείται ως διεθνής επιστημονικός όρος της ανατομίας, πρβλ. αγγλ. coccyx].