εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
κοιλιοπρήστης, ὁ (Μ)αυτός που δημιουργεί φούσκωμα, πρήξιμο στην κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πρήζω].