κοιλιοπρήστης

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

κοιλιοπρήστης, ὁ (Μ)
αυτός που δημιουργεί φούσκωμα, πρήξιμο στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πρήζω].