ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: κομήεις | Medium diacritics: κομήεις | Low diacritics: κομήεις | Capitals: ΚΟΜΗΕΙΣ |
Transliteration A: komḗeis | Transliteration B: komēeis | Transliteration C: komieis | Beta Code: komh/eis |
εσσα, εν,
A leafy, Orph.Fr.258.
κομήεις, -εσσα, -εν (Α)
πολύφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα -ήεις (πρβλ. ανθ-ήεις, κολλ-ήεις)].