κομήεις

English (LSJ)

κομήεσσα, κομήεν, leafy, Orph.Fr.258.

Greek Monolingual

κομήεις, -εσσα, -εν (Α)
πολύφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα -ήεις (πρβλ. ανθήεις, κολλήεις)].