κοιρανώ

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

Greek Monolingual

κοιρανῶ, -έω (Α) κοίρανος
1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου
4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζωοὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῑτας», Πίνδ.).