κοπροχόος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα
2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο»
ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο-χόος, υδρο-χόος.