κοσκίνισμα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το κοσκινίζω
1. πέρασμα από κόσκινο («το στάρι θέλει κοσκίνισμα»)
2. λεπτομερής και εξονυχιστική εξέταση
3. χαμηλής συχνότητας δόνηση του συστήματος διεύθυνσης του αυτοκινήτου που παρατηρείται σε κυματοειδές οδόστρωμα και οφείλεται σε κακή ζυγοστάθμιση τών κατευθυντήριων τροχών.