κοσκίνισμα
Greek Monolingual
το κοσκινίζω
1. πέρασμα από κόσκινο («το στάρι θέλει κοσκίνισμα»)
2. λεπτομερής και εξονυχιστική εξέταση
3. χαμηλής συχνότητας δόνηση του συστήματος διεύθυνσης του αυτοκινήτου που παρατηρείται σε κυματοειδές οδόστρωμα και οφείλεται σε κακή ζυγοστάθμιση τών κατευθυντήριων τροχών.