κορφολόγημα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

και κορυφολόγημα, το
(γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση της καρποφορίας, στην επιτάχυνση της συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για καλλωπιστικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφολογώ / κορυφολογώ].