κορφολόγημα
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
και κορυφολόγημα, το
(γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση της καρποφορίας, στην επιτάχυνση της συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για καλλωπιστικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφολογώ / κορυφολογώ].