κουβέλι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

το
1. η κυψέλη τών μελισσών, μελισσοκόφινο
2. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβελα, «άντρα, φωλιές άγριων θηρίων». Κατ' άλλη άποψη < σλαβ. kŭblŭ].