οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Full diacritics: κορύμβιον | Medium diacritics: κορύμβιον | Low diacritics: κορύμβιον | Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ |
Transliteration A: korýmbion | Transliteration B: korymbion | Transliteration C: korymvion | Beta Code: koru/mbion |
τό, Dim. of
A κόρυμβος 111, Dsc.3.94. II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.