κουκουνάρι
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον)
ο καρπός του πεύκου, ο κώνος της κουκουναριάς
νεοελλ.
1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο του πεύκου
2. φρ. «τον ταΐζει κουκουνάρια» — τον συντηρεί πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκωνάριον (< κόκκων), με κώφωση τών -ο- και -ω-. Κατ' άλλους < κόνναρος, πιθ. με κώφωση του -ο- και αναδιπλασιασμό].