κουκκίδα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

και κουκίδα, η
1. στίγμα
2. το σημείο της τελείας
3. φρ. «τρεις κουκκίδες» — το σημείο τὼν αποσιωπητικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, με κώφωση του -ο-].