κοχλιός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιός Medium diacritics: κοχλιός Low diacritics: κοχλιός Capitals: ΚΟΧΛΙΟΣ
Transliteration A: kochliós Transliteration B: kochlios Transliteration C: kochlios Beta Code: koxlio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κοχλίας, Gloss.; screw of διόππρα, Paul.Aeg.6.73, Aët.16.89.

Greek Monolingual

και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)
ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
αρχ.
βίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμ-ιός, χαραδρ-ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].