κρανίδιον

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνίδιον Medium diacritics: κρανίδιον Low diacritics: κρανίδιον Capitals: ΚΡΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kranídion Transliteration B: kranidion Transliteration C: kranidion Beta Code: krani/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κράνος (A),

   A small helmet, IG22.1421.123.    2 [κρᾱν-] Dim. of κρανίον, Paul.Aeg.6.74.

Greek Monolingual

κρανίδιον, τὸ (AM)
μσν.
μικρό κρανίο
αρχ.
μικρή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μσν. σημ. < κρανίο + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Με την αρχ. σημ. < κράνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].