κρέμαση

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

η (AM κρέμασις) κρεμάννυμι
κρέμασμα, ανάρτηση
νεοελλ.
1. κατηφορικός τόπος απ' όπου πέφτει νερό με ορμή
2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων.