κρεμασμός
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁ,
A suspension, of a broken rib, unsupported by reason of the emptiness of the stomach, Hp.Art.49: generally, ib.76, Heliod. ap. Orib.49.9.15.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμασμός: ὁ, αἰώρησις, ἐξάρτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, 836, ἐπὶ τεθραυσμένης πλευρᾶς, τὸ μὴ ἔχειν ὑποστήριγμα ἕνεκα τῆς κενότητος τοῦ στομάχου.
Greek Monolingual
ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) κρεμάννυμι
κρέμασμα
μσν.
πόθος.