εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
κρήϊνον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα -ινον), βλ. και κρήιον / κρείον].