κρητίζω
From LSJ
agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.
κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.