κρουσματικός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
German (Pape)
[Seite 1514] = κρουματικός; λέξεις κρ., Pol. 3, 36, 3, von leeren, bloß tönenden Wörtern.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. κρουματικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, -ή, -όν) κρούσμα
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου
αρχ.
κρουματικός.