κρίνος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κρίνος)
κοινή ονομασία του φυτικού γένους λείριο ή λίλιο, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κρίνον (το), με αλλαγή γένους].