κυδόσκοπος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

German (Pape)

[Seite 1525] ὥρη, die Ruhm verheißende, Man. 4, 35.

Greek Monolingual

κυδόσκοπος, -ον (Α)
αυτός που προαναγγέλλει δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].