κυνηγητό
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
το
1. κυνήγημα, καταδίωξη
2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα το άλλο
3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτηση («μετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που χρειαζόμουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του ρηματ. επιθ. κυνηγητός του ρ. κυνηγώ].