κυμβαλοκρούστης
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κυμβαλιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.
Greek Monolingual
κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α)
κυμβαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)].