κωλοσούσα
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
η
σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό- + σείω, κατά τα θηλ. σε -ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση του σουσουράδα].