Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
κωλοσαύρα, η (Μ)σαύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροσαύρα, πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του ουσ. κῶλος.